ληστοδιώκτης

ληστοδιώκτης
ο (AM λῃστοδιώκτης)
ο διώκτης ληστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + διώκτης (< διώκω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λῃστοδιώκτης — latrunculator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστοδιωκτῶν — λῃστοδιώκτης latrunculator masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστοδιώκτην — λῃστοδιώκτης latrunculator masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστοδιώκτας — λῃστοδιώκτᾱς , λῃστοδιώκτης latrunculator masc acc pl λῃστοδιώκτᾱς , λῃστοδιώκτης latrunculator masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληστοδιωκτικός — ή, ό αυτός που ασχολείται με τη δίωξη τών ληστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστοδιώκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”